τοκώ

τοκώ
(I)
-άω, Α [τόκος]
είμαι ετοιμόγεννη.
————————
(II)
-όω, Α [τόκος]
(κατά τον Φώτ.) «τοκούμενον
γεννώμενον, τικτόμενον».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τόκῳ — τόκος childbirth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκωι — τόκῳ , τόκος childbirth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεροτοκώ — ἡμεροτοκῶ, έω (Α) παράγω ήμερους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + τοκώ (< τοκος < τίκτω), πρβλ. α τοκώ, ευ τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • καινοτοκώ — καινοτοκῶ, έω (Α) γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο τοκώ, τελειο τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • νεκροτοκώ — (Α νεκροτοκῶ, έω) (για γυναίκα) γεννώ νεκρό βρέφος, αποβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τοκῶ (< τοκος < τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. θηλυ τοκώ, μονο τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • σπερμοτοκώ — έω, Α (για φυτό) παράγω σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. σκωληκο τοκῶ] …   Dictionary of Greek

  • τελειοτοκώ — έω, Α γεννώ τέλεια νεογνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀλιγο τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • υπερτοκώ — έω, Α (για ζώα) γεννώ πολλές φορές ή πολλούς απογόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τοκῶ (< τοκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. δυσ τοκῶ] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτοκώ — έω, ΜΑ γεννώ συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. εὐ τοκῶ) …   Dictionary of Greek

  • Сретение Господне — Статья  о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Громницы «Сретение». Дуччо, «Маэста» …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”